- λιβλάριος
- λιβλάριος, ὁ (Α)γραμματέας, γραφέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. librarius, -ii «βιβλιογράφος, γραφέας» < liber «βιβλίο». Ο τ. λιβλάριος με αφομοιωτική τροπή τού -ρ- σε -λ- < λιβράριος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.